- ἐπιθηματουργία
- ἐπιθηματουργίᾱ , ἐπιθηματουργίαmaking of lidsfem nom/voc/acc dualἐπιθηματουργίᾱ , ἐπιθηματουργίαmaking of lidsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθηματουργία — ἐπιθηματουργία, ἡ (Α) η τέχνη τής κατασκευής επιθημάτων, καλυμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήμα (γεν. θήματ ος) + ουργία (< έργον)] … Dictionary of Greek
ἐπιθηματουργίας — ἐπιθηματουργίᾱς , ἐπιθηματουργία making of lids fem acc pl ἐπιθηματουργίᾱς , ἐπιθηματουργία making of lids fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθηματικός — ἐπιθηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή επιθημάτων, καλυμμάτων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιθηματική (τέχνη) η επιθηματουργία … Dictionary of Greek